Επιζεφυριος

Επιζεφυριος
    Ἐπιζεφύριος
    Ἐπι-ζεφύριος
    2
    (ῠ) эпизефирийский (находящийся близ мыса Зефирия в Бруттии)
    

(Λοκροί Pind., Her., Thuc., Arst.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "Επιζεφυριος" в других словарях:

  • επιζεφύριος — ἐπιζεφύριος, ον (Α) φρ. «Ἐπιζεφύριοι Λοκροί» οι Λοκροί στη Δύση, οι Λοκροί τής Ιταλίας …   Dictionary of Greek

  • Ἐπιζεφυρίων — Ἐπιζεφύριος fem gen pl Ἐπιζεφύριος masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζεφυρίοις — Ἐπιζεφύριος masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζεφυρίοισι — Ἐπιζεφύριος masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζεφυρίους — Ἐπιζεφύριος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζεφυρίῳ — Ἐπιζεφύριος masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζεφύριοι — Ἐπιζεφύριος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζεφυρία — Ἐπιζεφυρίᾱ , Ἐπιζεφύριος fem nom/voc/acc dual Ἐπιζεφυρίᾱ , Ἐπιζεφύριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπιζεφυρίας — Ἐπιζεφυρίᾱς , Ἐπιζεφύριος fem acc pl Ἐπιζεφυρίᾱς , Ἐπιζεφύριος fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αγησίδαμος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.). Ολυμπιονίκης πυγμάχος από τη Λοκρίδα. Ήταν Επιζεφύριος Λοκρός και αγωνίστηκε το 470 π.Χ. όταν ήταν ακόμα σχεδόν παιδί. Ο Πίνδαρος τον υμνεί σε δύο επινίκιους (ι’ και ια’ Ολυμπιόνικους). Αναφέρεται και άλλος Α., πατέρας του… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»